άγρευμα

άγρευμα
(I)
ἄγρευμα, το
(Α) [ἀγρεύω]
1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο
2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ.
————————
(II)
ἄγρευμα, το
(Α) [ἀγρός]
στον πληθ. τὰ ἀγρεύματα
ο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄγρευμα — that which is taken in hunting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγρευμ' — ἄγρευμα , ἄγρευμα that which is taken in hunting neut nom/voc/acc sg ἄ̱γρευμαι , ἀγρεύω take by hunting perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευμάτων — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεύμασι — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεύμασιν — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεύματα — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεύματι — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεύματος — ἄγρευμα that which is taken in hunting neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγρεμα — το 1. το αγριέμα* 2. το άγρευμα*(Ι) …   Dictionary of Greek

  • αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”